ItalianoGreco


zòtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdzɔtiko]

1 βλαχοδήμαρχος
2 αγριάνθρωπος
3 μπαστουνόβλαχος
4 βλάχος
5 μπουρτζόβλαχος
6 άξεστος άνθρωπος

zòtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdzɔtiko]

1 τραχύς
2 αγροίκος
3 άξεστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---