ItalianoGreco


zufolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsufoˈlio], [dzufoˈlio]

1 σφύριγμα (χρησιμοποίησε καλύτερα το zufolamento)
2 φλάουτο (είδος)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---