zuccóne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tsukˈkone]
1 κεφάλας
2 κεφάλα
3 ξεροκέφαλος
4 μπουζουκοκέφαλος
5 γάιδαρος
6 στενόμυαλος
7 ηλίθιος
8 χοντροκέφαλος
9 βλάκας
10 μπουμπούνας
zuccóne
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tsukˈkone]
1 πεισματάρης
2 ξεροκέφαλος
3 ηλίθιος
4 επίμονος
5 ισχυρογνώμονας
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tsukˈkone]
1 κεφάλας
2 κεφάλα
3 ξεροκέφαλος
4 μπουζουκοκέφαλος
5 γάιδαρος
6 στενόμυαλος
7 ηλίθιος
8 χοντροκέφαλος
9 βλάκας
10 μπουμπούνας
zuccóne
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tsukˈkone]
1 πεισματάρης
2 ξεροκέφαλος
3 ηλίθιος
4 επίμονος
5 ισχυρογνώμονας
permalink
zuccone (ουσ αρσ )
zuccone (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android