Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbeveràggio (ουσ αρσ ) abbiosciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbeveraménto (ουσ αρσ ) abbiosciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbeveràre (ρ. μτβ.) abbisciàre (ρ. μτβ.)
abbeveràrsi (ρ. μ. αμτβ.) abbisognàre (ρ.αμτβ.)
abbeveràta (θηλ.ουσ) abbittàre (ρ. μτβ.)
abbeveratóio (ουσ αρσ ) abboccaménto (ουσ αρσ )
abbiadàre (ρ. μτβ.) abboccàre (ρ.αμτβ.)
abbiccì (ουσ αρσ ) abboccàrsi (ρ.μ. (αντων.))
abbiènte (ουσ αρσ και θηλ.) abboccàto (επίθ.)
abbiènte (επίθ.) abboccatóio (ουσ αρσ )
abbiettazióne (θηλ.ουσ) abboccatùra (θηλ.ουσ)
abbiètto (επίθ.) abbocconàre (ρ. μτβ.)
abbigliaménto (ουσ αρσ ) abbonacciaménto (ουσ αρσ )
abbigliàre (ρ. μτβ.) abbonacciàre (ρ.αμτβ.)
abbigliàrsi (ρ. μ. αμτβ.) abbonacciàrsi (ρ.μ. (αντων.))
abbigliatóio (ουσ αρσ ) abbonaménto (ουσ αρσ )
abbigliatùra (θηλ.ουσ) abbonàre (ρ. μτβ.)
abbinaménto (ουσ αρσ ) abbonàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbinàre (ρ. μτβ.) abbonàto (αρσ. επίθ και ουσ)
abbinàta (θηλ.ουσ) abbondànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbindolaménto (ουσ αρσ ) abbondanteménte (επίρ.)
abbindolàre (ρ. μτβ.) abbondànza (θηλ.ουσ)
abbindolàrsi (ρ.μ. (αντων.)) abbondàre (ρ.αμτβ.)
abbindolatóre (ουσ αρσ ) abbondévole (επίθ.)
abbiosciaménto (ουσ αρσ ) abbondóne (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: