Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chihuàhua (ουσ αρσ ) chimòno (ουσ αρσ )
chilìfero (επίθ.) chìna (θηλ.ουσ)
chilificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) chinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chilificazióne (θηλ.ουσ) chinàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
chìlo (ουσ αρσ ) chinàto (ουσ αρσ )
chiloampère (ουσ αρσ ) chincàglie (θηλ. ουσ πληθ.)
chilocalorìa (θηλ.ουσ) chincaglière (ουσ αρσ )
chilocìclo (ουσ αρσ ) chincaglierìa (θηλ.ουσ)
chilogràmmetro (ουσ αρσ ) chinìna (θηλ.ουσ)
chilogràmmo (ουσ αρσ ) chinìno (ουσ αρσ )
chilohèrtz (ουσ αρσ ) chinóne (ουσ αρσ )
chilòlitro (ουσ αρσ ) chinòtto (ουσ αρσ )
chilometràggio (ουσ αρσ ) chintz (ουσ αρσ )
chilomètrico (αρσ. επίθ και ουσ) chiò (ουσ αρσ )
chilòmetro (ουσ αρσ ) chiòccia (θηλ.ουσ)
chilòpodi (ουσ αρσ πληθ.) chiocciàre (ρ.αμτβ.)
chìlowatt, chilowàtt (ουσ αρσ ) chiocciàta (θηλ.ουσ)
chilowattóra (ουσ αρσ ) chiòccio (επίθ.)
chimèra (θηλ.ουσ) chiòcciola (θηλ.ουσ)
chimèrico (επίθ.) chioccolàre (ρ.αμτβ.)
chìmica (θηλ.ουσ) chioccolatóre (ουσ αρσ )
chìmico (ουσ αρσ ) chioccolìo (ουσ αρσ )
chìmico (επίθ.) chiòccolo (ουσ αρσ )
chimìsmo (ουσ αρσ ) chiodàia (θηλ.ουσ)
chìmo (ουσ αρσ ) chiodàio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: