Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

drappeggiàre (ρ. μτβ.) drogàggio (ουσ αρσ )
drappéggio (ουσ αρσ ) drogàre (ρ. μτβ.)
drappèlla (θηλ.ουσ) drogarsi (ρ.μ. (αντων.))
drappèllo (ουσ αρσ ) drogàto (ουσ αρσ )
drapperìa (θηλ.ουσ) drogàto (επίθ.)
dràppo (ουσ αρσ ) drogherìa (θηλ.ουσ)
dràstico (επίθ.) droghière (ουσ αρσ )
drenàggio (ουσ αρσ ) dromedàrio (ουσ αρσ )
drenàre (ρ. μτβ.) dròsera (θηλ.ουσ)
dressage (ουσ αρσ ) drosòfila (θηλ.ουσ)
drìade (θηλ.ουσ) drosòmetro (ουσ αρσ )
dribblàggio (ουσ αρσ ) drùdo (αρσ. επίθ και ουσ)
dribblàre (ρ. μτβ.) drùida (ουσ αρσ και θηλ.)
dribblatóre (ουσ αρσ ) druìdico (επίθ.)
drìllo (ουσ αρσ ) druidìsmo (ουσ αρσ )
drìnk (ουσ αρσ ) drùido (ουσ αρσ )
drìtta (θηλ.ουσ) drùpa (θηλ.ουσ)
drìtto (ουσ αρσ ) drupàceo (επίθ.)
drìtto (επίθ.) drùsa (θηλ.ουσ)
drittofìlo (ουσ αρσ ) duàle (αρσ. επίθ και ουσ)
drive–in (ουσ αρσ ) dualìsmo (ουσ αρσ )
drìzza (θηλ.ουσ) dualìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
drizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) dualìstico (επίθ.)
drizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) dualità (θηλ.ουσ)
dròga (θηλ.ουσ) dubbiézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: