Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esèrcito (ουσ αρσ ) esiliàto (επίθ.)
esercìzio (ουσ αρσ ) esìlio (ουσ αρσ )
esèrgo (ουσ αρσ ) esilità (θηλ.ουσ)
esfogliazione (θηλ.ουσ) esimènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esibìre (ρ. μτβ.) esìmere (ρ. μτβ.)
esibirsi (ρ.μ. (αντων.)) esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esibitóre (αρσ. επίθ και ουσ) esìmio (επίθ.)
esibizióne (θηλ.ουσ) Esìodo (κύρ.όν. αρσ.)
esibizionìsmo (ουσ αρσ ) esistènte (αρσ. επίθ και ουσ)
esibizionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) esistènza (θηλ.ουσ)
esibizionìstico (επίθ.) esistenziàle (αρσ. επίθ και ουσ)
esigènte (επίθ.) esistenzialìsmo (ουσ αρσ )
esigènza (θηλ.ουσ) esistenzialìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esìgere (ρ. μτβ.) esistenzialìstico (επίθ.)
esigìbile (επίθ.) esìstere (ρ.αμτβ.)
esigibilità (θηλ.ουσ) esitàbile (επίθ.)
esiguità (θηλ.ουσ) esitabilità (θηλ.ουσ)
esìguo (επίθ.) esitànte (επίθ.)
esilarànte (επίθ.) esitàre (ρ.αμτβ.)
esilaràre (ρ. μτβ.) esitàre (ρ. μτβ.)
esilararsi (ρ.μ. (αντων.)) esitazióne (θηλ.ουσ)
èsile (επίθ.) èsito (ουσ αρσ )
esiliàre (ρ. μτβ.) esiziàle (επίθ.)
esiliarsi (ρ.μ. (αντων.)) èskimo (ουσ αρσ )
esiliàto (ουσ αρσ ) eslège (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: