Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piccìno (ουσ αρσ ) picofàrad (ουσ αρσ )
piccìno (επίθ.) picogràmmo (ουσ αρσ )
picciolàto (επίθ.) picosecóndo (ουσ αρσ )
picciòlo (ουσ αρσ ) picràto (ουσ αρσ )
piccionàia (θηλ.ουσ) pìcrico (επίθ.)
piccioncìno (ουσ αρσ ) pidocchierìa (θηλ.ουσ)
piccióne (ουσ αρσ ) pidòcchio (ουσ αρσ )
pìcco (ουσ αρσ ) pidocchióso (αρσ. επίθ και ουσ)
piccolézza (θηλ.ουσ) pied–à–terre (ουσ αρσ )
pìccolo (ουσ αρσ ) piède (ουσ αρσ )
pìccolo (επίθ.) piedìno (ουσ αρσ )
piccoloborghése (ουσ αρσ και θηλ.) piedipiàtti (ουσ αρσ και θηλ.)
piccoloborghése (επίθ.) piedistàllo (ουσ αρσ )
picconàre (ρ.αμτβ.) piedrìtto (ουσ αρσ )
picconàre (ρ. μτβ.) pièga (θηλ.ουσ)
picconàta (θηλ.ουσ) piegabàffi (ουσ αρσ )
piccóne (ουσ αρσ ) piegàbile (επίθ.)
picconière (ουσ αρσ ) piegacìglia (ουσ αρσ )
piccosità (θηλ.ουσ) piegafèrro (ουσ αρσ )
piccóso (αρσ. επίθ και ουσ) piegafòglio (ουσ αρσ )
piccòzza (θηλ.ουσ) piegaménto (ουσ αρσ )
pìceo (επίθ.) piegàre (ρ.αμτβ.)
pick–up (ουσ αρσ ) piegàre (ρ. μτβ.)
picnic (ουσ αρσ ) piegarsi (ρ.μ. (αντων.))
picnòmetro (ουσ αρσ ) piegàta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: