ItalianoGreco


piegaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjegaˈmento]

1 περίκαμψη
2 πτύχωση
3 σύμπτυξη
4 δίπλωμα
5 δίπλωση
6 λύγισμα
7 κάμψη
8 καμπύλωση
9 κάμψη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---