Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pisàno (ουσ αρσ ) pìspola (θηλ.ουσ)
pisàno (επίθ.) pispolàre (ρ.αμτβ.)
piscatòrio (επίθ.) pìsside (θηλ.ουσ)
pìscia (θηλ.ουσ) pìsta (θηλ.ουσ)
pisciacàne (ουσ αρσ ) pistacchiàta (θηλ.ουσ)
pisciallètto (ουσ αρσ και θηλ.) pistàcchio (αρσ. επίθ και ουσ)
pisciàre (ρ.αμτβ.) pistàgna (θηλ.ουσ)
pisciàta (θηλ.ουσ) pistillìfero (επίθ.)
pisciatóio (ουσ αρσ ) pistìllo (ουσ αρσ )
piscicoltóre (ουσ αρσ ) pìstola (θηλ.ουσ)
piscicoltùra (θηλ.ουσ) pistolèro (ουσ αρσ )
piscifórme (επίθ.) pistolettàta (θηλ.ουσ)
piscìna (θηλ.ουσ) pistolòtto (ουσ αρσ )
pìscio (ουσ αρσ ) pistóne (ουσ αρσ )
piscióne (ουσ αρσ ) pitàgora (ουσ αρσ )
piscióso (επίθ.) pitagoricìsmo (ουσ αρσ )
piscìvoro (επίθ.) pitagòrico (αρσ. επίθ και ουσ)
pisellàia (θηλ.ουσ) pitagorista (ουσ αρσ και θηλ.)
pisellàio (ουσ αρσ ) pitàle (ουσ αρσ )
pisellàta (θηλ.ουσ) pitecàntropo (ουσ αρσ )
pisèllo (αρσ. επίθ και ουσ) pitecòide (επίθ.)
pisifórme (αρσ. επίθ και ουσ) pìtico (επίθ.)
pisolàre (ρ.αμτβ.) pitirìasi (θηλ.ουσ)
pisolìno (ουσ αρσ ) pitoccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pìsolo (ουσ αρσ ) pitoccherìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: