Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stàbile (ουσ αρσ ) staccàto (ουσ αρσ )
stàbile (επίθ.) staccàto (επίθ.)
stabiliménto (ουσ αρσ ) stacciàio (ουσ αρσ )
stabilìre (ρ. μτβ.) stacciàre (ρ. μτβ.)
stabilirsi (ρ.μ. (αντων.)) stacciàta (θηλ.ουσ)
stabilità (θηλ.ουσ) stacciatùra (θηλ.ουσ)
stabilìto (αρσ. επίθ και ουσ) stàccio (ουσ αρσ )
stabilitùra (θηλ.ουσ) staccionàta (θηλ.ουσ)
stabilizzàre (ρ. μτβ.) stàcco (ουσ αρσ )
stabilizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.) stadèra (θηλ.ουσ)
stabilizzàto (αρσ. επίθ και ουσ) staderàio (ουσ αρσ )
stabilizzatóre (ουσ αρσ ) stàdia (θηλ.ουσ)
stabilizzatóre (επίθ.) stàdio (ουσ αρσ )
stabilizzazióne (θηλ.ουσ) staff (ουσ αρσ )
stabilménte (επίρ.) stàffa (θηλ.ουσ)
stabulàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) staffàle (ουσ αρσ )
stabulàrio (ουσ αρσ ) staffàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stabulazióne (θηλ.ουσ) staffétta (θηλ.ουσ)
stacanovìsmo (ουσ αρσ ) staffettìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
stacanovìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) staffière (ουσ αρσ )
staccàbile (επίθ.) staffilàre (ρ. μτβ.)
staccaménto (ουσ αρσ ) staffilàta (θηλ.ουσ)
staccàre (ρ.αμτβ.) staffilatóre (ουσ αρσ )
staccàre (ρ. μτβ.) staffìle (ουσ αρσ )
staccarsi (ρ.μ. (αντων.)) stafilìno (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: