Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antropomètrico (επίθ.) aperiòdico (επίθ.)
antropomòrfico (επίθ.) aperitìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
antropomorfìsmo (ουσ αρσ ) apertaménte (επίρ.)
antropomòrfo (αρσ. επίθ και ουσ) apérto (ουσ αρσ )
anulàre (αρσ. επίθ και ουσ) apérto (επίθ.)
anurèsi, anùresi (θηλ.ουσ) apérto (επίρ.)
anùri (ουσ αρσ πληθ.) apertùra (θηλ.ουσ)
anùria (θηλ.ουσ) apètalo (επίθ.)
ànzi (επίρ.) apiàrio (ουσ αρσ )
anzianità (θηλ.ουσ) apicàle (θηλ. επίθ και ουσ)
anziàno (ουσ αρσ ) àpice (ουσ αρσ )
anziàno (επίθ.) apicoltóre (ουσ αρσ )
anziché (σύνδ.) apicoltùra (θηλ.ουσ)
anzidétto (επίθ.) apicultore (ουσ αρσ )
anzitèmpo (επίρ.) apicultura (θηλ.ουσ)
anzitùtto (επίρ.) apiressìa (θηλ.ουσ)
aorìsto (ουσ αρσ ) apirètico (επίθ.)
aòrta (θηλ.ουσ) apìstico (επίθ.)
apache (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) aplasìa (θηλ.ουσ)
apartheid (ουσ αρσ ) aplòide (επίθ.)
apartiticità (θηλ.ουσ) apnèa (θηλ.ουσ)
apartìtico (επίθ.) apneista (ουσ αρσ και θηλ.)
apatìa (θηλ.ουσ) apocalìsse (θηλ.ουσ)
apàtico (αρσ. επίθ και ουσ) apocalìttico (αρσ. επίθ και ουσ)
àpe (θηλ.ουσ) apocopàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: