Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crittogàmico (επίθ.) crocètta (θηλ.ουσ)
crittografìa (θηλ.ουσ) crocevìa (θηλ.ουσ)
crittogràfico (επίθ.) crochet (ουσ αρσ )
crittògrafo (ουσ αρσ ) crociàta (θηλ.ουσ)
crittogràmma (ουσ αρσ ) crociàto (αρσ. επίθ και ουσ)
crivellàre (ρ. μτβ.) crocìcchio (ουσ αρσ )
crivellatùra (θηλ.ουσ) crocidàre (ρ.αμτβ.)
crivèllo (ουσ αρσ ) crocièra (θηλ.ουσ)
croàto (ουσ αρσ ) crocière (ουσ αρσ )
croàto (επίθ.) crocìerista (ουσ αρσ και θηλ.)
Croàzia (κύρ.όν. θηλ.) crocìfera (θηλ.ουσ)
croccànte (αρσ. επίθ και ουσ) crocìfero (ουσ αρσ )
crocchétta (θηλ.ουσ) crocìfero (επίθ.)
cròcchia (θηλ.ουσ) crocifìggere (ρ. μτβ.)
crocchiàre (ρ.αμτβ.) crocifiggersi (ρ.μ. (αντων.))
cròcchio (ουσ αρσ ) crocifissióne (θηλ.ουσ)
croccolóne (ουσ αρσ ) crocifìsso (ουσ αρσ )
cróce (θηλ.ουσ) crocifìsso (επίθ.)
crocefìggere (ρ. μτβ.) crocifissóre (ουσ αρσ )
crocefìsso (αρσ. επίθ και ουσ) crocióne (ουσ αρσ )
cròceo (επίθ.) cròco (ουσ αρσ )
crocerìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cròda (θηλ.ουσ)
crocerossìna (θηλ.ουσ) crodaiòlo (ουσ αρσ )
crocesegnàre (ρ. μτβ.) crogiolàre (ρ. μτβ.)
croceségno (ουσ αρσ ) crogiolàrsi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: