Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Lemàno (κύρ.όν. αρσ.) lentézza (θηλ.ουσ)
lémbo (ουσ αρσ ) lentìa (θηλ.ουσ)
lèmma (ουσ αρσ ) lentìcchia (θηλ. ουσ πληθ.)
lemmàrio (ουσ αρσ ) lenticolàre (επίθ.)
lemmatizzàre (ρ. μτβ.) lentìggine (θηλ. ουσ πληθ.)
lèmme lèmme (επίρ.) lentigginóso (επίθ.)
Lèmno (θηλ.ουσ) lentìschio (ουσ αρσ )
lèmure (ουσ αρσ ) lentìsco (ουσ αρσ )
léna, lèna (θηλ.ουσ) lènto (αρσ. επίθ και ουσ)
lènci (ουσ αρσ και θηλ.) lènza (θηλ.ουσ)
lèndine, léndine (ουσ αρσ και θηλ.) lenzuòlo (ουσ αρσ )
lendinóso (επίθ.) leonardésco (αρσ. επίθ και ουσ)
lène (επίθ.) Leonàrdo (κύρ.όν. αρσ.)
leniménto (ουσ αρσ ) leoncìno (ουσ αρσ )
Leningràdo (κύρ.όν. θηλ.) leóne (ουσ αρσ )
leninìsmo (ουσ αρσ ) leonéssa (θηλ.ουσ)
leninìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) Leònida (κύρ.όν. αρσ.)
lenìre (ρ. μτβ.) leonìno (επίθ.)
lenitìvo (επίθ.) leontìasi (θηλ.ουσ)
lenocìnio (ουσ αρσ ) leopàrdo (ουσ αρσ )
lenóne (ουσ αρσ ) leopòldo (ουσ αρσ )
lentàggine (θηλ.ουσ) lèpade (θηλ.ουσ)
lentaménte (επίρ.) lepidézza (θηλ.ουσ)
lentato (επίθ.) lèpido (επίθ.)
lènte (θηλ.ουσ) lepidòtteri (ουσ αρσ πληθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: