Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coltivàre (ρ. μτβ.) comàndo (ουσ αρσ )
coltivàto (ουσ αρσ ) comàre (θηλ.ουσ)
coltivàto (επίθ.) comatóso (επίθ.)
coltivatóre (αρσ. επίθ και ουσ) cómba (θηλ.ουσ)
coltivazióne (θηλ.ουσ) combaciaménto (ουσ αρσ )
coltìvo (αρσ. επίθ και ουσ) combaciàre (ρ.αμτβ.)
cólto (ουσ αρσ ) combattènte (ουσ αρσ και θηλ.)
còlto (επίθ.) combattènte (επίθ.)
cóltre (θηλ.ουσ) combattentìstico (επίθ.)
cóltro (ουσ αρσ ) combàttere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
coltróne (ουσ αρσ ) combàttersi (ρ. μ. αμτβ.)
coltùra (θηλ.ουσ) combattiménto (ουσ αρσ )
colturàle (επίθ.) combattività (θηλ.ουσ)
colubrìna (θηλ.ουσ) combattìvo (επίθ.)
còlubro, colùbro (ουσ αρσ ) combattùto (επίθ.)
colùi (δεικτ. αντων.) combinàbile (επίθ.)
colùmbio (ουσ αρσ ) combinàre (ρ.αμτβ.)
colùro (ουσ αρσ ) combinàre (ρ. μτβ.)
còlza (θηλ.ουσ) combinàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
còma (ουσ αρσ ) combinàta (θηλ.ουσ)
comandaménto (ουσ αρσ ) combinatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
comandànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) combinatòrio (επίθ.)
comandàre (ρ.αμτβ.) combinazióne (θηλ.ουσ)
comandàta (θηλ.ουσ) combine (θηλ.ουσ)
comandàto (επίθ.) combrìccola (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: