Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lìppa (θηλ.ουσ) lìra (θηλ.ουσ)
Lìpsia (κύρ.όν. θηλ.) lìrica (θηλ.ουσ)
liquàme (ουσ αρσ ) lìrico (επίθ.)
liquazióne (θηλ.ουσ) lirìsmo (ουσ αρσ )
liquefàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) Lisbòna (κύρ.όν. θηλ.)
liquefàrsi (ρ. μ. αμτβ.) lìsca (θηλ.ουσ)
liquefattìbile (επίθ.) lìscia (θηλ.ουσ)
liquefàtto (επίθ.) lisciaménto (ουσ αρσ )
liquefazióne (θηλ.ουσ) lisciàre (ρ. μτβ.)
liquescènte (επίθ.) lisciarsi (ρ.μ. (αντων.))
liquescènza (θηλ.ουσ) lisciàta (θηλ.ουσ)
liquidàbile (επίθ.) lisciatóio (ουσ αρσ )
liquidàre (ρ. μτβ.) lisciatùra (θηλ.ουσ)
liquidatóre (αρσ. επίθ και ουσ) lìscio (επίθ.)
liquidazióne (θηλ.ουσ) liscìva (θηλ.ουσ)
liquidità (θηλ.ουσ) liscìvia (θηλ.ουσ)
lìquido (ουσ αρσ ) lisciviàre (ρ. μτβ.)
lìquido (επίθ.) lisciviatóre (ουσ αρσ )
liquirìzia (θηλ.ουσ) lisciviatrìce (θηλ.ουσ)
liquóre (ουσ αρσ ) lisciviatùra (θηλ.ουσ)
liquorerìa (θηλ.ουσ) lisciviazióne (θηλ.ουσ)
liquorìsta (ουσ αρσ και θηλ.) liscóso (επίθ.)
liquorìstico (επίθ.) lisèrgico (επίθ.)
liquorìzia (θηλ.ουσ) liseuse (θηλ.ουσ)
liquoróso (επίθ.) lìsi (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: