Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brillatóio (ουσ αρσ ) brìvido (ουσ αρσ )
brillatùra (θηλ.ουσ) brizzolàto (επίθ.)
brillìo (ουσ αρσ ) brizzolatùra (θηλ.ουσ)
brìllo (επίθ.) bròcca (θηλ.ουσ)
brìna (θηλ.ουσ) broccatèllo (ουσ αρσ )
brinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) broccàto (αρσ. επίθ και ουσ)
brinàta (θηλ.ουσ) bròccia (θηλ.ουσ)
brindàre (ρ.αμτβ.) brocciàre (ρ. μτβ.)
brindèllo (ουσ αρσ ) brocciatrìce (θηλ.ουσ)
brindellóne (ουσ αρσ ) brocciatùra (θηλ.ουσ)
brìndisi (ουσ αρσ ) bròcco (ουσ αρσ )
brinèll (ουσ αρσ ) bròccolo (ουσ αρσ )
brinóso (επίθ.) broche (θηλ.ουσ)
brìo (ουσ αρσ ) bròda (θηλ.ουσ)
brioche (θηλ.ουσ) brodàglia (θηλ.ουσ)
briòfite (θηλ. ουσ πληθ.) brodétto (ουσ αρσ )
briologìa (θηλ.ουσ) bròdo (ουσ αρσ )
briònia (θηλ.ουσ) brodocultùra (θηλ.ουσ)
briosità (θηλ.ουσ) brodolóne (αρσ. επίθ και ουσ)
brióso (επίθ.) brodóso (επίθ.)
brìscola (θηλ.ουσ) brogliàccio (ουσ αρσ )
Britànnia (θηλ.ουσ) brogliàre (ρ.αμτβ.)
britànnico (ουσ αρσ ) bròglio (ουσ αρσ )
britànnico (επίθ.) brokeràggio (ουσ αρσ )
britànno (αρσ. επίθ και ουσ) bromàto (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: