Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiaroscùro (ουσ αρσ ) chiazzàre (ρ. μτβ.)
chiaroveggènte (ουσ αρσ και θηλ.) chiazzatùra (θηλ.ουσ)
chiaroveggènte (επίθ.) chic (αρσ. επίθ και ουσ)
chiaroveggènza (θηλ.ουσ) chìcca (θηλ.ουσ)
chiàsma (ουσ αρσ ) chìcchera (θηλ.ουσ)
chiàsmo (ουσ αρσ ) chicchessìa (οριστ. αντων.)
chiassàta (θηλ.ουσ) chicchiriàre (ρ.αμτβ.)
chiassìle (ουσ αρσ ) chicchirichì (ουσ αρσ )
chiàsso (ουσ αρσ ) chìcco (ουσ αρσ )
chiassóne (ουσ αρσ ) chièdere (ρ.αμτβ.)
chiassóne (επίθ.) chièdere (ρ. μτβ.)
chiassosità (θηλ.ουσ) chiedersi (ρ.μ. (αντων.))
chiassóso (επίθ.) chiérica (θηλ.ουσ)
chiàtta (θηλ.ουσ) chiericàto (αρσ. επίθ και ουσ)
chiavàccio (ουσ αρσ ) chierichétto (ουσ αρσ )
chiavàio (ουσ αρσ ) chiérico (ουσ αρσ )
chiavaiòlo (ουσ αρσ ) chièsa (θηλ.ουσ)
chiavàrda (θηλ.ουσ) chiesàstico (επίθ.)
chiavàre (ρ. μτβ.) chiesétta (θηλ.ουσ)
chiavàta (θηλ.ουσ) chiesina (θηλ.ουσ)
chiàve (θηλ.ουσ) chiesuòla (θηλ.ουσ)
chiavétta (θηλ.ουσ) chìfel (ουσ αρσ )
chiàvica (θηλ.ουσ) chiffon (ουσ αρσ )
chiavistèllo (ουσ αρσ ) chìglia (θηλ.ουσ)
chiàzza (θηλ.ουσ) chignon (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: