Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiaroveggènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,kjarovedˈʤɛnte] 1 αυτός που βλέπει μακριά 2 μάντης 3 οραματιστής chiaroveggènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,kjarovedˈʤɛnte] 1 πρόνοος 2 οξυδερκής 3 προνοητικός 4 προορατικός 5 προβλεπτικός 6 διορατικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |