ItalianoGreco


chiaroveggènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,kjarovedˈʤɛntsa]

1 διόραση
2 διαισθητικότητα
3 διαίσθηση
4 προορατικότητα
5 διορατικότητα
6 οξυδέρκεια
7 ενόραση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z