Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accidentàto (επίθ.) acciugàta (θηλ.ουσ)
accidènte (ουσ αρσ ) accivettàre (ρ. μτβ.)
accidènti (επιφ.) acclamàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accidèrba (επιφ.) acclamatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
accìdia (θηλ.ουσ) acclamazióne (θηλ.ουσ)
accidióso (αρσ. επίθ και ουσ) acclimàre (ρ. μτβ.)
accigliaménto (ουσ αρσ ) acclimàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
accigliàrsi (ρ. μ. αμτβ.) acclimatàre (ρ. μτβ.)
accigliàto (επίθ.) acclimatàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
accigliatùra (θηλ.ουσ) acclimatazióne (θηλ.ουσ)
accincignàre (ρ. μτβ.) acclimazióne (θηλ.ουσ)
accìngersi (ρ. μ. αμτβ.) acclìne (επίθ.)
–àccio (επίθ.) acclìve (επίθ.)
acciocché (σύνδ.) acclùdere (ρ. μτβ.)
acciocchìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) acclùso (επίθ.)
acciottolàre (ρ. μτβ.) accoccàre (ρ. μτβ.)
acciottolàto (αρσ. επίθ και ουσ) accoccolàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
acciottolìo (ουσ αρσ ) accodàre (ρ. μτβ.)
accipìcchia (επιφ.) accodàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
accipigliàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accogliènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accìsa (θηλ.ουσ) accogliènza (θηλ.ουσ)
acciucchìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) accògliere (ρ. μτβ.)
acciuffàre (ρ. μτβ.) accogliménto (ουσ αρσ )
acciuffarsi (ρ.μ. (αντων.)) accòlito (ουσ αρσ )
acciùga (θηλ.ουσ) accollacciàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: