Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβασίλευτος  
επίθετο

1 politica senza re αβασίλευτη δημοκρατία==repubblica democratica
2 di astri non tramonta`to ο ήλιος ήταν ακόμη αβασίλευτος==il sole non era ancora tramontato
3 ((figurato)) intramonta`bile; ete`rno αβασίλευτη δόξα==gloria intramontabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αβασάνιστος αβάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---