 Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αβάσιμος
επίθετο
1 falso
2 gratuito
3 immotivato
4 impreciso
5 inattendibile
6 inconsistente
7 inesatto
8 infondato
9 insussistente
10 invalido
11 malfondato
12 menzognero
13 sballato
14 scorretto
15 senza consistenza
16 senza motivo
17 campato in aria
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
Περιηγηθείτε στο λεξικό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αβαρεσιά (-, η) |
αβάρετος (-η, -ο) |
αβαρής (-ής, -ές) |
αβαρία (-, η) |
αβάς (-, ο) |
αβάσιμος (-η, -ο) |
αβασιμότητα (-, η) |
αβάσταχτος (-η, -ο) |
αβασταγή (-, η) |
άβατο(ν) (-, το) |
άβατος(-η, -ο) |
άβαξ(-, το) |
αβδέλλα(-, η) |
αβδηριτικός(-ή, -ό) |
αβδηριτισμός(-, ο) |
αβέβαιος(-α, -ο) |
αβεβαιότητα(-, η) |
αβεβήλωτος(-η, -ο) |
αβέλτερος(-η, -ο) |
αβελτηρία(-, η) |
---CACHE---
|
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|