Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιφνιδιασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αιφνιδιάζω]
2 sorpre`so

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιφνιδιάζω αιφνιδιασμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---