Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιφνιδιαστικός  
επίθετο

improvvi`so; di sorpre`sa; inaspetta`to αιφνιδιαστική επίθεση==attacco di sorpresa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιφνιδιασμός αιφνίδιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---