Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βοήθεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 aiu`to ~m~; socco`rso ~m~; assiste`nza ~f~ ζητώ τη βοήθειά σου==chiedo il tuo aiuto | ανθρωπιστική βοήθεια==aiuto umanitario | οδική βοήθεια==soccorso stradale | σταθμός πρώτων βοηθειών==pronto soccorso | βοήθεια! βοήθεια!==aiuto! aiuto!
2 elemo`sina ~f~ δίνω βοήθεια στους φτωχούς==fare l'elemosina ai poveri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βοηθάω βοήθημα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο σταθμός πρώτων βοηθειών = guardia [θηλ.] medica || παρέχω βοήθεια = prestare soccorso || η οδική βοήθεια = soccorso [αρσ.] stradale


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---