Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεπτό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 cente`simo ~m~ di dracma o di euro
2 minu`to ~m~ από λεπτό σε λεπτό == da un minuto all'altro && λεπτό προς λεπτό == minuto per minuto && δεν έχω ούτε λεπτό για χάσιμο == non ho un minuto da perdere && ένα λεπτό, έρχομαι! == arrivo fra un minuto! && ενός λεπτού σιγή == un minuto di silenzio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεπτεπίλεπτος λεπτοαλέθω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μισό λεπτό = un momento [αρσ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---