Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παγίδευση
ουσιαστικό θηλυκό

1 accalapiatura
2 accalappiamento
3 circuizione
4 tranello
5 zimbellata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παγιδεύομαι παγιδεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---