Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βοήθεια {βοηθειών} βόλεϊ [ουσ ουδ.]
βοήθημα {βοηθήμ-ατ... βόλεϊμπολ, βόλεϊ μπολ [ουσ ουδ.]
βοηθημένος [επίθ.] βολεϊμπολίστας [ουσ αρσ ]
βοηθητικός [επίθ.] βολεϊμπολίστρια [θηλ.ουσ]
βοηθιέμαι [ρ. παθ.] βόλεμα {βολέμ-ατο...
βοηθός [ουσ αρσ και θηλ.] βολεμένος [επίθ.]
βοηθούμενος [επίθ.] βολετός [επίθ.]
βοηθώ {βοηθ-άς κ... βόλεϋ [ουσ ουδ.]
βοηθών [επίθ.] βολεύομαι [ρ. παθ.]
βοημή [θηλ.ουσ] βολεύω {βόλ-εψα, ...
βοημικός [επίθ.] βολή{1} [θηλ.ουσ]
βοημός [ουσ αρσ ] βολή{2} [θηλ.ουσ]
βοθρατζής {βοθρατζήδ... βόλι {χωρ. γεν....
βοθρίο [ουσ ουδ.] Βολιβιανή [θηλ.ουσ]
βοθρολύματα {βοθρολυμά... Βολιβιανός [ουσ αρσ ]
βόθρος [ουσ αρσ ] βολίδα [θηλ.ουσ]
βοϊβόντας [ουσ αρσ ] βολιδοσκοπημένος [επίθ.]
βόιδι {βοδ-ιού |... βολιδοσκόπηση [θηλ.ουσ]
βοιωτή [θηλ.ουσ] βολιδοσκοπώ {βολιδοσκο...
βοιωτός [ουσ αρσ ] βολίζω {βόλισ-α, ...
βολάν [ουσ ουδ.] βολικά [επίρ.]
βολβοειδής {βολβοειδ-... βολικός [επίθ.]
βολβός [ουσ αρσ ] βολικότατος [επίθ.]
βολβώδης {βολβώδ-ου... βολικότερος [επίθ.]
βολέ [ουσ ουδ.] βολικότητα [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: