Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παγιωμένος [επίθ.] παγοθραυστικό [ουσ ουδ.]
παγιώνομαι [ρ.] παγοκρύσταλλος {παγοκρυστ...
παγιώνω {παγίω-σα,... παγοπέδιλο {παγοπεδίλ...
παγίωση [θηλ.ουσ] παγοποιείο [ουσ ουδ.]
παγκάκι {χωρ. γεν.... παγοποιία {παγοποιιω...
παγκάκιστος [επίθ.] πάγος [ουσ αρσ ]
πάγκοινος [επίθ.] πάγουρας [ουσ αρσ ]
πάγκος [ουσ αρσ ] παγούρι [ουσ ουδ.]
παγκοσμιοποίηση {-ης κ. -ή... πάγουρος [ουσ αρσ ]
παγκόσμιος [επίθ.] παγχριστιανικός [επίθ.]
παγκοσμιότητα [θηλ.ουσ] παγχρωματικός [επίθ.]
παγκοσμίως [επίρ.] πάγω (πήγα, πηγ...
παγκρατιαστής [ουσ αρσ ] πάγωμα {παγώμ-ατο...
παγκράτιο {παγκρατίο... παγωμένα [επίρ.]
πάγκρεας {παγκρέατο... παγωμένος [επίθ.]
παγκρεατικός [επίθ.] παγώνι {παγων-ιού...
παγκρεατίνη {χωρ. πληθ... παγωνιά {χωρ. γεν....
παγκρεατίτιδα {χωρ. γεν.... παγώνω {πάγω-σα, ...
παγόβουνο [ουσ ουδ.] παγωτατζής {παγωτατζή...
παγόδα {χωρ. γεν.... παγωτατζίδικο [ουσ ουδ.]
παγοδρομία {παγοδρομι... παγωτό [ουσ ουδ.]
παγοδρόμιο [ουσ ουδ.] παγωτομηχανή [θηλ.ουσ]
παγοδρόμος [ουσ αρσ και θηλ.] παζάρεμα {παζαρέμ-α...
παγοδρομώ [-είς, -εί... παζαρεύω {παζάρεψα}...
παγοθραύστης {παγοθραυσ... παζάρι {παζαρ-ιού...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: