ItalianoGreco


accampàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkamˈpare]

1 στρατοπεδεύω
2 καταλύω σε στρατόπεδο
3 καταυλίζομαι
4 κατασκηνώνω

accampàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkamˈparsi]

κατασκηνώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z