ItalianoGreco


accantonàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkantoˈnato]

1 υπό γωνία (όρος αρχιτεκτονικής)
2 εγκατεστημένος σε κατάλυμα
3 στρατοπεδευμένος
4 κρατημένος ως απόθεμα
5 αποταμιευμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z