accantonàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [akkantoˈnato]
1 υπό γωνία (όρος αρχιτεκτονικής)
2 εγκατεστημένος σε κατάλυμα
3 στρατοπεδευμένος
4 κρατημένος ως απόθεμα
5 αποταμιευμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [akkantoˈnato]
1 υπό γωνία (όρος αρχιτεκτονικής)
2 εγκατεστημένος σε κατάλυμα
3 στρατοπεδευμένος
4 κρατημένος ως απόθεμα
5 αποταμιευμένος
permalink
accantonato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android