ItalianoGreco


accantonaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkantonaˈmento]

1 στρατοπέδευση
2 καταυλισμός
3 παροχή καταλύματος
4 απόκρυψη αποθεμάτων
5 αποταμίευση
6 κατασκήνωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z