ItalianoGreco


accasàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkaˈsare]

1 αποκαθιστώ (με παντρειά)
2 παντρεύω

accasàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkaˈsarsi]

1 ανοίγω νέο σπίτι
2 νοικοκυρεύομαι
3 παντρεύομαι
4 στήνω σπιτικό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z