accasciaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkaʃʃaˈmento]
1 απογοήτευση
2 κούραση
3 εξάντληση
4 απελπισμός
5 απελπισία
6 αποθάρρυνση
7 συντριβή
8 κατάρρευση
9 τέλεια σωματική εξάντληση
10 αδυναμία
11 ανημποριά
12 σώριασμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkaʃʃaˈmento]
1 απογοήτευση
2 κούραση
3 εξάντληση
4 απελπισμός
5 απελπισία
6 αποθάρρυνση
7 συντριβή
8 κατάρρευση
9 τέλεια σωματική εξάντληση
10 αδυναμία
11 ανημποριά
12 σώριασμα
permalink
accasciamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android