ItalianoGreco


accasciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkaʃʃaˈmento]

1 απογοήτευση
2 κούραση
3 εξάντληση
4 απελπισμός
5 απελπισία
6 αποθάρρυνση
7 συντριβή
8 κατάρρευση
9 τέλεια σωματική εξάντληση
10 αδυναμία
11 ανημποριά
12 σώριασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z