ItalianoGreco


accasciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkaʃˈʃare]

1 τσακίζω
2 αποθαρρύνομαι
3 εξασθενίζω
4 καταβάλλω
5 εξαντλώ

accasciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkaʃˈʃarsi]

1 απελπίζομαι
2 απογοητεύομαι
3 τσακίζομαι
4 συντρίβομαι
5 τσακίζομαι
6 εξαντλούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z