ItalianoGreco


acciaccaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧakkaˈmento]

1 τσαλάκωμα
2 πτυχή
3 χαραγματιά
4 βαθούλωμα
5 σύνθλιψη
6 σύγκρουση
7 ζούληγμα σε καρπό
8 γρατσούνισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---