acciàcco
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [atˈʧakko]
1 κακοδιαθεσία
2 κουσούρι
3 αδιαθεσία
4 ανημποριά
5 αναπηρία
6 ακεφιά
7 αρρώστια
8 αδυναμία
9 ελάττωμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [atˈʧakko]
1 κακοδιαθεσία
2 κουσούρι
3 αδιαθεσία
4 ανημποριά
5 αναπηρία
6 ακεφιά
7 αρρώστια
8 αδυναμία
9 ελάττωμα
permalink
acciacco (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android