ItalianoGreco


acciàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atˈʧakko]

1 κακοδιαθεσία
2 κουσούρι
3 αδιαθεσία
4 ανημποριά
5 αναπηρία
6 ακεφιά
7 αρρώστια
8 αδυναμία
9 ελάττωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---