accomodaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkomodaˈmento]
1 προσαρμογή
2 τροποποίηση
3 συμφωνία
4 συμβιβασμός
5 διόρθωση
6 ρύθμιση
7 τακτοποίηση
8 επισκευή
9 διακανονισμός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkomodaˈmento]
1 προσαρμογή
2 τροποποίηση
3 συμφωνία
4 συμβιβασμός
5 διόρθωση
6 ρύθμιση
7 τακτοποίηση
8 επισκευή
9 διακανονισμός
permalink
accomodamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android