ItalianoGreco


adulterazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [adulteratˈtsjone]

1 νοθεία
2 παραποίηση
3 πλαστογράφηση
4 μπαστάρδεμα
5 νόθευση
6 αλλοίωση
7 κιβδηλεία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---