ItalianoGreco


adùltero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈdultero]

1 άπιστος
2 άντρας που διαπράττει μοιχεία
3 μοιχός
4 νοθευτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---