affacciàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [affatˈʧare]
1 αποτολμώ
2 με απασχολεί
3 βγάζω στο παράθυρο (σπάνιο)
4 εκφράζω
5 διατυπώνω
6 εκδηλώνω
affacciàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [affatˈʧarsi]
προβάλλομαι
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [affatˈʧare]
1 αποτολμώ
2 με απασχολεί
3 βγάζω στο παράθυρο (σπάνιο)
4 εκφράζω
5 διατυπώνω
6 εκδηλώνω
affacciàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [affatˈʧarsi]
προβάλλομαι
permalink
affacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
affacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android