ItalianoGreco


affamàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affaˈmato]

1 πεινασμένος άνθρωπος
2 άνθρωπος που πεθαίνει από την πείνα

affamàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affaˈmato]

πεινασμένος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---