ItalianoGreco


agevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aʤevoˈlettsa]

1 βολή
2 άνεση
3 ευκολία πληρωμής
4 εκδούλευση
5 ευκολία
6 ευχέρεια
7 εξυπηρέτηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---