ItalianoGreco


agghiacciàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggjatˈʧare]

1 νοτίζω
2 παγώνει το αίμα μου
3 παγώνω

agghiacciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggjatˈʧarsi]

1 ξεπαγιάζω
2 παγώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---