Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appròccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [apˈprɔtʧo]

1 νύξη
2 βολιδοσκόπηση
3 προσέγγιση
4 άνοιγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  approcciare approdare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apprezzabile (επίθ.)
apprezzamento (ουσ αρσ )
apprezzare (ρ. μτβ.)
apprezzato (επίθ.)
approcciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
approccio (ουσ αρσ )
approdare (ρ.αμτβ.)
approdo (ουσ αρσ )
approfittare (ρ.αμτβ.)
approfittarsi (ρ. μ. αμτβ.)
approfondimento (ουσ αρσ )
approfondire (ρ. μτβ.)
approfondirsi (ρ. μ. αμτβ.)
approfondito (επίθ.)
approntare (ρ. μτβ.)
approntato (επίθ.)
appropinquare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appropinquarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appropriabile (επίθ.)
appropriamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---