Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόapprofondìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [approfonˈdire] εμβαθύνω approfondìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [approfonˈdirsi] 1 εμβαθύνω τις γνώσεις μου (σε κάποιο θέμα) 2 γίνομαι βαθύς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |