Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


approfittàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [approfitˈtare]

ωφελούμαι (από), επωφελούμαι (από)

approfittàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [approfitˈtarsi]

1 εκμεταλλεύομαι
2 επωφελούμαι
3 ωφελούμαι
4 πλεονεκτώ
5 κερδίζω (από)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  approdo approfondimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apprezzato (επίθ.)
approcciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
approccio (ουσ αρσ )
approdare (ρ.αμτβ.)
approdo (ουσ αρσ )
approfittare (ρ.αμτβ.)
approfittarsi (ρ. μ. αμτβ.)
approfondimento (ουσ αρσ )
approfondire (ρ. μτβ.)
approfondirsi (ρ. μ. αμτβ.)
approfondito (επίθ.)
approntare (ρ. μτβ.)
approntato (επίθ.)
appropinquare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appropinquarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appropriabile (επίθ.)
appropriamento (ουσ αρσ )
appropriare (ρ. μτβ.)
appropriarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
appropriatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---