ItalianoGreco


approfittàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [approfitˈtare]

ωφελούμαι (από), επωφελούμαι (από)

approfittàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [approfitˈtarsi]

1 εκμεταλλεύομαι
2 επωφελούμαι
3 ωφελούμαι
4 πλεονεκτώ
5 κερδίζω (από)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---