cadétto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kaˈdetto]
1 δευτερότοκος
2 μικρότερος γιος
3 νεώτερος γιος οικογένειας
4 υστερότοκος
5 δόκιμος (στρατιωτικής σχολής)
cadétto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kaˈdetto]
νεώτερος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kaˈdetto]
1 δευτερότοκος
2 μικρότερος γιος
3 νεώτερος γιος οικογένειας
4 υστερότοκος
5 δόκιμος (στρατιωτικής σχολής)
cadétto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kaˈdetto]
νεώτερος
permalink
cadetto (ουσ αρσ )
cadetto (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android