ItalianoGreco


caducità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaduʧiˈta]

1 προσωρινότητα
2 ρευστότητα
3 διάλειμμα
4 μεταβατικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---